- άφλοισβος
- η , ο [ος , ον ] бесшумный (о волнах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀφλοίσβοιο — ἄφλοισβος without rushing noise masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλοίσβῳ — ἄφλοισβος without rushing noise masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)